- απολιμπανω
- ἀπολιμπάνωPlut., Luc. = ἀπολείπω См. απολειπω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απολιμπάνω — ἀπολιμπάνω (Α) [λιμπάνω] απολείπω* … Dictionary of Greek
ἀπολιμπάνω — ἀπολείπω leave over pres subj act 1st sg ἀπολείπω leave over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπολιμπάνω — Α αφήνω κάποιον επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπολιμπάνω «αφήνω, εγκαταλείπω»] … Dictionary of Greek